λιβανιστής

λιβανιστής
ο
θηλ. -ίστρια
1. αυτός που λιβανίζει.
2. ταπεινός κόλακας: Κατάντησε λιβανιστής του εκάστοτε υπουργού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιβανιστής — ο [λιβανίζω] 1. αυτός που θυμιατίζει, που λιβανίζει 2. μτφ. κόλακας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”